Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

αν έχεις ανεβεί ποτέ σε δέντρο θα με καταλάβεις



αν έχεις ανεβεί ποτέ σε δέντρο θα με καταλάβεις
όταν η γυναίκα βρίσκεται
απέναντι σε καθρέφτη γυμνή
αγγίζει τη μορφή της Αφροδίτης
κι ας τη λένε Δέσποινα
19 χρονών από την Λάρισα
φοιτήτρια σε ΙΕΚ της Αθήνας
να ξυρίζει το ευωδιαστό της
να βάζει κρέμες σώματος
να πιάνει το στήθος της πριν βάλει το σουτιέν
να φοράει το εσώρουχο 
να το καθίζει τέλεια πάνω της
να την παίρνει ο γκόμενος
να το καθίζει τέλεια μέσα της
να κατεβαίνεις και στα χέρια ρετσίνι



Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

μου σφυρίζω



φεύγω από το σπίτι έχοντας συγκεκριμένο χρόνο

να κάνω μια συγκεκριμένη δουλειά

κι αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν προλαβαίνω να σκεφτώ

έτσι βάζω στις τσέπες πορτοφόλι κινητό

ψάχνω όπως πάντα τα κλειδιά

κιθαρίζοντας τη δεξιά μου ρώγα

και τα ακούω να κουδουνίζουν

μέσα στο κράνος που 'χω περάσει στον αγκώνα

μέχρι να φτάσω στον πρώτο

σκιαγραφώ τους ανθρώπους που όταν κλειδώνουν

γυρίζουν το κλειδί δύο φορές και δε τους φτάνει μία

από τον πρώτο στο ισόγειο

αναρωτιέμαι πότε θα βρω έναν σπιτονοικοκύρη

που δεν θα έχει πάνω από τον απορροφητήρα

την εικόνα ενός αγίου

ανεβαίνω στη μηχανή

αντικρούοντας κάτι ''από Πατησίων είναι πιο κοντά''

με κάτι ''η Κηφισίας έχει ροή''

τη ροή που θα σ' αφήσει να σκεφτείς

μέχρι το επόμενο φανάρι

πόσο αστείο είναι

να είσαι πλούσιος και να λέγεσαι babis

λίγο πριν φτάσω

δυο δίας αλητάμπουρες χρησιμοποιούν τη σειρήνα

και με ξαφνιάζουν με τα γούστα τους

σταμάτησαν τον πίσω

ποιος θα τους έλεγε πως είμαι

με το χαρτί απώλειας ταυτότητας δυο μήνες;

κάπως έτσι φτάνω στον προορισμό

χωρίς ρολόι στον καρπό

να σφυρίζω ανέμελα

σαν τους ερωτευμένους

αυτός ο κόσμος δε χωρά τους αφηρημένους


Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

στο παλαιοπωλείο


ό,τι παλιώνει το κάνουνε φολκλόρ
και παίρνει μια παράταση ζωής 

Σαμσών Ρακάς
Ψυττάλεια Β', γραφή τρίτη


μια πολυθρόνα με υποψία θησαυρού
σουγιάδες να καθρεφτίζουν τερατογένεση
δαγκωμένα νομίσματα
σ' ένα σεντούκι ανοιχτό μια πλεξούδα μαλλιά
πιο ΄κει
το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ
και μια γραφομηχανή καταραμένη
(της έλειπε το ερωτηματικό)
τότε ήταν που αναρωτήθηκα
αν υπήρχε γύρω μου ζωή
ένιωσα απουσία μέσα κι έξω μου
όπως ο δάσκαλος όταν την τάξη του ρωτά
κι ούτε ένα χέρι δε σηκώνεται
έτσι συνέχισα
πιο κενός
όχι τα πράγματα τριγύρω να κοιτάζω
μα να ρεμβάζω στοχασμούς μες το μυαλό
μέχρι που μια μορφή σχεδόν αγγελική
τυπωμένη επάνω σε μεταλλικό κουτί
προέτεινε τους ώμους της
τίναξε τα μαλλιά της
(όσο αυτό επέτρεπε η στέκα)
και μου 'σκυψε στ΄αυτί το μυστικό:
κάθε που κρατάς αντικείμενο σαν αναμνηστικό
κάνεις και ένα βήμα προς τον Θάνατο
(το πρώτο βήμα ραβασάκι στα δέκα μου)
κάθε που κρατάς μια στιγμή στο μυαλό
πισωπατά και ένα βήμα μακριά σου
(σταμάτησα να κρατώ αναμνηστικά από τότε που γράφω)
έτσι λοιπόν δεν είχα τι άλλο να κάνω
κράτησα του παλαιοπωλείου τη στιγμή
και περπάτησα τη φυγή μου