φεύγω από το σπίτι έχοντας συγκεκριμένο χρόνο
να κάνω μια συγκεκριμένη δουλειά
κι αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν προλαβαίνω να σκεφτώ
έτσι βάζω στις τσέπες πορτοφόλι κινητό
ψάχνω όπως πάντα τα κλειδιά
κιθαρίζοντας τη δεξιά μου ρώγα
και τα ακούω να κουδουνίζουν
μέσα στο κράνος που 'χω περάσει στον αγκώνα
μέχρι να φτάσω στον πρώτο
σκιαγραφώ τους ανθρώπους που όταν κλειδώνουν
γυρίζουν το κλειδί δύο φορές και δε τους φτάνει μία
από τον πρώτο στο ισόγειο
αναρωτιέμαι πότε θα βρω έναν σπιτονοικοκύρη
που δεν θα έχει πάνω από τον απορροφητήρα
την εικόνα ενός αγίου
ανεβαίνω στη μηχανή
αντικρούοντας κάτι ''από Πατησίων είναι πιο κοντά''
με κάτι ''η Κηφισίας έχει ροή''
τη ροή που θα σ' αφήσει να σκεφτείς
μέχρι το επόμενο φανάρι
πόσο αστείο είναι
να είσαι πλούσιος και να λέγεσαι babis
λίγο πριν φτάσω
δυο δίας αλητάμπουρες χρησιμοποιούν τη σειρήνα
και με ξαφνιάζουν με τα γούστα τους
σταμάτησαν τον πίσω
ποιος θα τους έλεγε πως είμαι
με το χαρτί απώλειας ταυτότητας δυο μήνες;
κάπως έτσι φτάνω στον προορισμό
χωρίς ρολόι στον καρπό
να σφυρίζω ανέμελα
σαν τους ερωτευμένους
αυτός ο κόσμος δε χωρά τους αφηρημένους