Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Η ποίηση της γείωσης



Γνωρίζοντας τη γραφή του Γ. Κακαέ αρκετά χρόνια, μέσα από διάφορες ποιητικές συμπορεύσεις (εργαστήρι Σινόπουλου, ποιητική ομάδα κατάληψης βοτανικού κήπου Πετρούπολης, ποιητικό περιοδικό τσακμάκι, ομάδα γραφής συνεργατικών εκδόσεων μοτοκούζι) είμαι σε θέση να γράψω τα καλύτερα για την πρόσφατη συλλογή που εξέδωσε, όπως κάνουν όλοι για τις συλλογές των φίλων τους που πιθανόν, όπως συμβαίνει και εδώ, στεγάζονται στις ίδιες εκδόσεις...
 
Ο τίτλος της συλλογής λοιπόν ‘’μουτζούρες’’, είναι μια πρώτη προσέγγιση για να διακιολογήσω τον τίτλο αυτού του κειμένου. Ο Κακαές φαίνεται να μας προιδεάζει πως κάθε ποίημα που θα διαβάσουμε έχει το ειδικό βάρος μιας μουτζούρας πάνω σε ένα χαρτί που βρίσκεται απλωμένο ένα χειρόγραφο ποίημα. Μια μουτζούρα πάνω σε ένα περιττό επίθετο; Μια μουτζούρα που κάνει ο γράφων στον κενό χρόνο της σκέψης ώστε να περάσει στον επόμενο στίχο; Μπορεί. Ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει όπως θέλει την παρακάτω μουτζούρα.

Ρομαντικό

Τέτοια είναι
η αγάπη μου για σένα.
Όπως αυτή του ποιητή
για τις μουτζούρες του.

Εγώ θα πώ η διαδικασία και το ταξίδι μέχρι να αποτυπωθεί το ποίημα ειπωθεί το σ’ αγαπώ, είναι σημαντικότερες του αποτελέσματος. Κι όταν κάτι τέτοιο επικοινωνείται, μπορούμε να αντιληφθούμε την γείωση που νιώθει το πρόσωπο που αποζητά την  υψηλή ποίηση αγάπη.

Το απόσπασμα του Ν. Παναγιωτόπουλου που παραθέτει σαν intro στην συλλογή του πάλι, είναι ενδεικτικό της γείωσης.

Σε τόπους σαν νεύρα
σε χώρες που αποχωρεί η φωνή
πρέπει να ξεμάθεις (κι όχι να μάθεις)
να γυρίσεις στην μάνα της τέχνης
στην ατεχνία
και να σκοτώσεις την ματαιοδοξία σου.

Κι εδώ, εισάγεται η ματαιοδοξία των ποιητών γερά στο παιχνίδι. Από την ποίηση της γείωσης, στην γείωση των ποιητών και μάλιστα από τα ύψη.

 Ύψη

Υπάρχουν ύψη που δεν μπορούν να μετρηθούν:
Το ύψος του χρέους που οφείλει
ο νεκροθάφτης στα σκουλήκια.
Το ύψος απ’ το οποίο πέφτοντας
ένας καταραμένος ποιητής πιστεύει
πως την αθανασία θα κερδίσει.
Το ύψος των περιστάσεων
στο οποίο μάταια προσπαθεί
ο ηττημένος να σταθεί.
Το ύψος της στάθμης της βροχής
που χρειάζεται να πέσει για να καλύψει
το αποτύπωμά μας στη γη.
Και τέλος τα ύψη
που φτάνει το βλέμμα
τη στιγμή που
η ψυχή χάνεται.

Κι αν εδώ μιλάμε για την σπάνια περίπτωση της “αθανασίας” των ποιητών μετά την πτώση στο κενό, ας περάσουμε σε πιο πιθανές και γλαφυρές εικόνες ματαιοδοξίας και το ‘α απόσπασμα από τη μουτζούρα με τίτλο:

Οι γλώσσες που ξέρω

Το μελάνι στην πένα
ενός ανερχόμενου συγγραφέα
τελειώνει τη στιγμή που
υπογράφει αντίτυπα κι αφιερώσεις
στην παρουσίαση του πρώτου βιβλίου του.
Το ρεύμα κόβεται τη στιγμή που
δεκάδες νέοι γραφιάδες
πληκτρολογούν στο λάπτοπ
πρωτόλειους στίχους
μη προφταίνοντας το έγγραφο να αποθηκεύσουν.
Ένας καταξιωμένος ποιητής
τη γλώσσα του δαγκώνει
ενώ απαγγέλει στίχους
που τον κόσμο ολάκερο θ’ αλλάξουν.
Κι αυτές τις στιγμές
για ποίηση τις λογαριάζω.

Οι παραπάνω ποιητές στα μάτια του Γ. Κακαέ, γειώνονται και μάλιστα ολόγυμνοι. Φαίνεται εδώ μια μικρή εικόνα της σημερινής ελληνικής ποίησης ακόμα κι αν δεν βρουν τους ποιητές αυτά τα ευτράπελα.
Σε ένα άλλο σημείο της συλλογής, που πρέπει να έχει τα περισσότερα ποιήματα που καταπιάνονται με την ποίηση ή τους ποιητές από οποιαδήποτε άλλη πρώτη συλλογή, μας εξομολογεί με το ποίημα:

Eιλικρινές
 
Αλήθεια, σας λεώ:
αγαπάω πολύ
όλους τους ποιητές
μεχρι τη στιγμή
που θα νιώσουν οι ίδιοι
τέτοιοι.

Ψευτοποίμα
 
Στην Ελλάδα του 2019
εκδίδονται κατά μέσο όρο
τρεις ποιητικές συλλογές
την ημέρα.

Αυτό σίγουρα
δεν είναι ένα ποίημα.


 
Δεν είναι δα και τίποτα να εκδώσεις μια ποιητική συλλογή. Μα είναι τόσο δύσκολο να παραμείνεις συνεπής σε αυτό που αισθάνεσαι απέναντι στη γραφή σου. Και για τον Γ. Κακαέ, φαίνεται πως η έκδοση μιας συλλογής είναι το άλμα που σε κρατάει αιωρούμενο για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να έρθεις και πάλι σε επαφή με τη γη. Η διαδιακασία θα παραμένει πάντα σημαντικότερη του αποτελέσματος.